- Λάκαιναν
- ΛάκαιναLaconian womanfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λακαινᾶν — Λάκαινα Laconian woman fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… … Dictionary of Greek